περυσινός

περυσινός
περῠσῐνός, ή, όν,
A of last year, last year's:
1 of men and animals,

οἱ π. ἄρχοντες Pl.Lg.855c

;

π. φόρος IG12.216.11

,45; π. δήμαρχος ib. 22.1183.26;

π. ἔφηβος Poll.2.9

; οἱ π. ἡγεμόνες, of queen wasps. Arist. HA628a26; τὰ π. κυήματα ib.556a7.
2 of things,

τρύβλιον π. Ar.Ra.986

;

ὁ π. [καρπός] Thphr.HP3.12.4

; π. σπέρματα Mnesith. ap.Orib.2.67.1
; ὁ π. οἶνος dub. in Ael.NA7.47 ; ἡ π. ἔγληψις Wilcken Chr.167.18 (ii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περυσινός — of last year masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περυσινός — και περσυνός, ή, ό / περυσινός και περσυνός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσινός, ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο προηγούμενο έτος, στη χρονιά που πέρασε νεοελλ. φρ. «περσινά ξινά σταφύλια» ασήμαντο, ξεχασμένο θέμα που επανέρχεται στη συζήτηση.… …   Dictionary of Greek

  • περυσινά — περυσινός of last year neut nom/voc/acc pl περυσινά̱ , περυσινός of last year fem nom/voc/acc dual περυσινά̱ , περυσινός of last year fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περυσινῶν — περυσινός of last year fem gen pl περυσινός of last year masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περυσινόν — περυσινός of last year masc acc sg περυσινός of last year neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περυσιναῖς — περυσινός of last year fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περυσινοί — περυσινός of last year masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περυσινοῦ — περυσινός of last year masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περυσινούς — περυσινός of last year masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περυσινῆς — περυσινός of last year fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περυσινῇ — περυσινός of last year fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”